βάσκ'

βάσκ'
βάσκε , βάσκω
speed thee! away!
pres imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • βάσκω — (Α) 1. φρ. «βάσκ ἴθι» εμπρός, άντε πήγαινε 2. έλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βă σκ ω παράλληλος και πολύ πιο σπάνιος τ. ενεστώτα του βαίνω από θ. βă , συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας βă / βη (ή, κατ άλλους, από αρχική ρίζα *gwem ) και ενεστωτικό θαμιστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”